- μικροκίνδυνος
- μῑκροκίνδῡνος , μικροκίνδυνοςexposing oneself to danger for triflesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μικροκίνδυνος — μικροκίνδυνος, ον (Α) αυτός που εκθέτει τον εαυτό του σε κίνδυνο για μηδαμινά και ασήμαντα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + κίνδυνος (πρβλ. ριψο κίνδυνος)] … Dictionary of Greek
μικροκινδύνως — μῑκροκινδύ̱νως , μικροκίνδυνος exposing oneself to danger for trifles adverbial μῑκροκινδύ̱νως , μικροκίνδυνος exposing oneself to danger for trifles masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνδυνος — Γενική έννοια που υποδηλώνει την κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την πορεία ορισμένων γεγονότων, η οποία σχετίζεται με την ανυπαρξία πρόβλεψης για την έκβασή τους και απόλυτου ελέγχου πάνω σε αυτά. Η έννοια του κ. συνδέεται με τη δυνατότητα… … Dictionary of Greek
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
μικροκίνδυνοι — μῑκροκίνδῡνοι , μικροκίνδυνος exposing oneself to danger for trifles masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)